εύχροια

εύχροια
η здоровый, цветущий, свежий вид

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "εύχροια" в других словарях:

  • εὐχροία — εὐχροίᾱ , εὔχροια goodness of complexion fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχροίᾳ — εὐχροίᾱͅ , εὔχροια goodness of complexion fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔχροια — goodness of complexion fem nom/voc sg εὔχρους well coloured neut nom/voc/acc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύχροια — η (Α εὔχροια και ιων. τ. εὐχροίη) [εύχρους] καλή χροιά, ωραιότητα τού προσώπου, ευχρωμία, υγιές χρώμα …   Dictionary of Greek

  • εὐχροίας — εὐχροίᾱς , εὔχροια goodness of complexion fem acc pl εὐχροίᾱς , εὔχροια goodness of complexion fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχροίαις — εὔχροια goodness of complexion fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχροίης — εὔχροια goodness of complexion fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχροίῃ — εὔχροια goodness of complexion fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔχροιαι — εὔχροια goodness of complexion fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔχροιαν — εὔχροια goodness of complexion fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύχρους — ουν (ΑΜ εὔχρους, ουν και εὔχροος, οον) 1. αυτός που έχει καλό, ωραίο χρώμα, ο εύχρωμος 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει ανθηρή, ρόδινη, ζωηρή όψη, που είναι γεμάτος υγεία, ο υγιέστατος νεοελλ. μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔχρουν εὔχροια*, ωραίο, υγιές… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»